χρησιμότητα

χρησιμότητα
[-ης (-ητος)] η полезность;

βιβλίο μεγάλης χρησιμότητας — очень полезная книга


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χρησιμότητα" в других словарях:

  • χρησιμότητα — η / χρησιμότης, ητος, ΝΜΑ [χρήσιμος] η ιδιότητα τού χρήσιμου, τού ωφέλιμου νεοελλ. φρ. α) «χρησιμότητα και αξία» (οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες τού ανθρώπου β) «οριακή χρησιμότητα». βλ. οριακός …   Dictionary of Greek

  • χρησιμότητα — η το να είναι κάτι χρήσιμο, ωφελιμότητα: Το λεξικό είναι βιβλίο μεγάλης χρησιμότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρησιμότητα — χρησιμότης usefulness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρέτο, Βιλφρέντο — (Pareto, Παρίσι 1848 – Σελινί, Γενεύη 1923). Ιταλός οικονομολόγος. Έπειτα από μερικά χρόνια γόνιμης συνεργασίας στην Εφημερίδα των οικονομολόγων (Giornale degli economisti), ο Π. προσκλήθηκε να διαδεχθεί τον Λεόν Βαλρά στην έδρα της πολιτικής… …   Dictionary of Greek

  • οριακή θεωρία — Οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε από τη λεγόμενη σχολή της οριακής χρησιμότητας, στην οποία ανήκαν ο Αυστριακός Καρλ Μένγκερ, ο Άγγλος Ουίλιαμ Στάνλεϋ Τζέβονς, ο Γάλλος Λεόν Βαλρά και οι οπαδοί τους. Ο όρος προέρχεται από την έννοια της οριακής… …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • οριακός — ή, ό [όριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός 2. μτφ. κρίσιμος 3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα» φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστό β) «οριακό στρώμα» φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»